- μακροκάνης, -α, -ικο
- αυτός που έχει μακριά κανιά, πόδια: Ήταν μακροκάνα και της πρότειναν να εργαστεί ως μοντέλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μακροκάνης — α, ικο αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια, μακροπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κάνης (< κανί «κνήμη»), πρβλ. στραβο κάνης] … Dictionary of Greek